Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2007

Όταν θα φύγω, μην ξεχάσεις...

Να χαμογελάς όταν ξημερώνει.

Να αφήνεις τα μαλλιά σου να μπλέκονται όταν φυσάει ο άνεμος.

Να μη φοβάσαι το σκοτάδι.

Να τραγουδάς ψιθυριστά.

Να ακούς με προσοχή τον ήχο της καρδιά σου.

Να ζωγραφίζεις τον κόσμο με τις άκρες των δαχτύλων σου.

Να περιμένεις τη βροχή.

Να δακρύζεις από αγάπη.

Να καληνυχτίζεις τον ουρανό.

Να κοιμάσαι παρέα με τα αστέρια.

Να ονειρεύεσαι πως πετάς.


Όταν θα φύγω, μην ξεχάσεις...


Να με αγαπάς.


Και ύστερα... θα είναι σα να μην έφυγα ποτέ.

Καμιά φορά...

θέλεις απλά να κλάψεις.

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2007

Χι κέιμ χι κέιμ!

Ουφ και είχα αρχίσει να ανησυχώ ότι δεν θα ξαναεμφανιστεί.

Είμαι λοιπόν στην ευχάριστη θέση να ανακοινώσω πως ναι ο Μπάμπης Φόβους με επισκέφτηκε εχθές -και ύστερα από αρκετό καιρό- στο όνειρό μου!

Βέβαια πάλι δεν μου μίλησε, ούτε και εγώ δηλαδή, αλλά περάσαμε υπέροχα. Κάναμε μπάντζυ τζάμπινγκ (βαριέμαι να ψάξω πως γράφεται - πάντα το ξεχνάω), κολυμπήσαμε μαζί με κάτι δελφίνια και έπαιξε κιθάρα και τραγούδησε ενώ βρισκόταν πάνω σε ένα άλογο (απλά καθημερινά πράγματα δηλαδή). Η πλάκα είναι πως μπορούσα να ακούω τη φωνή του -καθώς τραγουδούσε- μόνο αν δεν τον κοιτούσα. Και κάθε φορά που γύριζα το βλέμμα μου πάνω του, η φωνή χανόταν και άκουγα μόνο τον ήχο από την κιθάρα.

Επίσης είδα και τους γονείς του. Ήταν σε ένα κίτρινο κουκλίστικο αυτοκίνητο. Μίλησα μάλιστα με τη μαμά του και της είπα πως ο γιος της είναι το πιο χαρισματικό πλάσμα στον κόσμο. Μου είπε πως δεν είναι και τίποτα σπουδαίο και τα πήρα άσχημα. Ύστερα μου δήλωσε πως αυτή και ο άντρας της είναι βασιλιάδες και έπρεπε να φύγουν.

Γύρισα στον Μπάμπη και αποκοιμήθηκα καθώς εκείνος έπαιζε κιθάρα.

Υ.Γ. Στο χτεσινό όνειρο επίσης παρέλασαν οι αδερφές μου, 3 φίλες που είχα να δω από το σχολείο, ένας γκόμενος που γούσταρα στο δημοτικό, ο Ψινάκης (τραγικό το ξέρω αλλά δε μπορούσα να το κρύψω – πω πω αίσχος), μία διαδικτυακή φίλη και ένας διαδικτυακός φίλος που υποτίθεται ότι τα είχαν κιόλας, και ένας φίλος μου από τον Αμαζόνιο(???!!!!! - ό,τι να ‘ναι).

Πολύς κόσμος λέμε.

Ο Μπάμπης Φόβους και η γυναίκα εξ ουρανού

Ο Μπάμπης Φόβους ήταν κοντός. Όχι μόνο επειδή ήταν 5 χρονών. Ήταν κοντός για την ηλικία του. Αυτό ήταν καλό και κακό μαζί. Καλό, γιατί δεν χρειαζόταν ποτέ να περιμένει στις ουρές -αφού μπορούσε να περνάει με τρομερή επιδεξιότητα κάτω από τα πόδια όσων βρίσκονταν μπροστά του-. Κακό, γιατί όταν βρίσκονταν κοντά του άλλοι άνθρωποι (ξέρετε από εκείνους τους ψηλούς) του έκρυβαν τον ουρανό. Και το μόνο που δεν άντεχε ο Μπάμπης ήταν να μη μπορεί να βλέπει καθαρά τον ουρανό.

Ο Μπάμπης Φόβους είχε και μαμά και μπαμπά. Όμως εκείνοι έλειπαν συνέχεια γιατί ήταν βασιλιάδες σε μία μακρινή χώρα και όπως έλεγαν συχνά «είχαν πολλές υποχρεώσεις». Έτσι τους έβλεπε μόνο μία φορά το χρόνο. Συχνά αναρωτιόταν μπας και η ιστορία με το μακρινό βασίλειο ήταν προϊόν της φαντασίας του προκειμένου να ξεπεράσει το γεγονός ότι δεν είχε γονείς. Αλλά δεν το έψαχνε και πολύ γιατί η σκέψη και μόνο τον στενοχωρούσε. Προτιμούσε να σκέφτεται πως είχε και μαμά και μπαμπά και απλά τον είχαν στο κλάσιμο.

Μια μέρα λοιπόν, καθώς περπατούσε, άκουσε ένα μακρόσυρτο «ααααααααα» που ερχόταν από τον ουρανό. Σαν να έπεφτε κάποιος ένα πράμα. Μένει ακίνητος. Κοιτάει ψηλά... τίποτα. Κοιτάει δεξιά και αριστερά... τίποτα. Και τη στιγμή εκείνη που ήταν έτοιμος να συνεχίσει τη βόλτα του... «ΜΠΑΜ!» πέφτει μπρος στα πόδια του μία γυμνή γυναίκα!

Σοκαρισμένος από το συμβάν (αλλά και από το πλούσιο μπούστο της γυναίκας) έμεινε να την κοιτάζει αμίλητος. Και θα ορκιζόταν πως ο χρόνος είχε σταματήσει, αν η άγνωστη δεν σηκωνόταν αμέσως να του μιλήσει.

«Είσαι ο Μπάμπης Φόβους;», του είπε μην έχοντας αντιληφθεί ακόμη πως ήταν γυμνή. Το αποσβολωμένο βλέμμα του μπόμπιρα που είχε μπροστά της, σε συνδυασμό με το ανοιχτό του στόμα την έκανε να συνειδητοποιήσει την πραγματικότητα. Μη μπορώντας να κάνει κάτι εκείνη τη στιγμή για να καλύψει τη γύμνια της, τον πιάνει και τον στρέφει από την άλλη πλευρά.

«Συγνώμη» του λέει. «Όταν έφυγα φορούσα ρούχα. Αλλά μάλλον κατά τη μεταφορά από το ένα σύμπαν στο άλλο παίχτηκε μαλακία.» είπε και αμέσως δαγκώθηκε που της γλίστρησε κακιά λέξη μπροστά στο παιδί. «Είσαι ο Μπάμπης Φόβους έτσι δεν είναι;» συνέχισε. Ο Μπάμπης μπόρεσε να βγάλει μόνο μια ψηλή φωνούλα την οποία η γυναίκα εξέλαβε ως «ναι, εγώ είμαι».

«Ωραία», του λέει, «Έχεις να αναλάβεις μία πολύ σημαντική αποστολή. Αλλά ας συστηθώ πρώτα . Με λένε Μ. και κανονικά η κοιλιά μου είναι μικρότερη από αυτή που είδες σήμερα. Αλλά πριν να έρθω δεν μπόρεσα να αντισταθώ σε ένα σουβλάκι που είχα αφήσει από το μεσημέρι. Πολύ νόστιμο. Θα μπορούσα να φάω άλλα τρία αλλά έπρεπε να φύγω. Α, ξέχασα να σου πω το σημαντικότερο....
Βρίσκομαι σε τρομερό κίνδυνο και μόνο εσύ μπορείς να με σώσεις.»

συνεχίζεται...

Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2007

Γκρρρ

Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας άνθρωπος που έπρεπε να γράψει ένα jingle.

Καθόταν λοιπόν μπροστά στον υπολογιστή, έπαιζε με τα vst, αλλά καμία ιδέα δεν του ερχόταν. Και μια σηκωνόταν για να ξεμουδιάσει. Και μια ξανασηκωνόταν για να φάει μερικά ποπ κορν. Και μια σηκωνόταν για να δει τι κάνουν οι «μέσα». Και μια ξανασηκωνόταν για να βάλει παγάκια -από εκείνα που είναι σε χαζοχαρούμενα σχήματα-. Και η ώρα περνούσε και το jingle δεν ερχόταν. Και ο άνθρωπος αυτός φόρτωνε. Και κάποια στιγμή φόρτωσε τόσο πολύ που λέει: «Χμ... δεν δοκιμάζω να γράψω κανένα mini post μπας και χαλαρώσω λίγο, γιατί αλλιώς θα σκοτώσω κανέναν άνθρωπο;» (και συγκεκριμένα τους «μέσα» που είναι και πιο κοντά).

Σκατά. Δεν έπιασε.

Συγνώμη μήπως έχετε μέρα;

Γενικά πρέπει να παραδεχτώ ότι δεν έχω και την καλύτερη σχέση με το χρόνο. Σήμερα ωστόσο υπερέβην εαυτό. Το ένα τρίτο της ημέρας είχα την εντύπωση ότι ήταν Τρίτη, το δεύτερο τρίτο νόμιζα ότι ήταν Πέμπτη και κατά το τρίτο τρίτο (μα τι υπέροχα που γράφω) προσπαθούσα να μαντέψω αν είχαμε Τετάρτη ή Πέμπτη. Εννοείται η ομάς μου κάποια στιγμή απηύδησε (φανταστείτε πόσες φορές ρώτησα τι μέρα είναι) και στο τέλος αναγκάστηκε να προσποιηθεί πως δεν υπάρχω (πράγμα εξαιρετικά δύσκολο με τη φασαρία που κάνω).

Στο τέλος έγραψα τη σωστή (και καλά) μέρα «Πέμπτη» σε ένα χαρτάκι και το κόλλησα στον υπολογιστή μου. Πως στο διάολο ξεκόλλησε και που κρύφτηκε μετά από λίγο δεν έχω την παραμικρή ιδέα. Η μαλακία είναι ότι η σωστή μέρα που έπρεπε να γράψω ήταν η «Τετάρτη».

Νάτο. Γι’ αυτό στο τέλος είχα μπερδευτεί αν έχουμε Πέμπτη ή Τετάρτη. Αστοκαλό. Τώρα εξηγούνται όλα.

Υ.Γ. Το εγκεφαλικό μάλλον οφείλεται στο γεγονός ότι δεν είδα όνειρο εχτές. Δεν το θυμάμαι δηλαδή. Τα παθαίνω κάτι τέτοια. Ουφ πρέπει να οργανωθώ. (γιακ)

Αντίο

-Κάποτε θα σταματήσεις να έρχεσαι στα όνειρά μου... Έτσι δεν είναι;

-Ναι. Αλλά είναι νωρίς ακόμη για να το σκέφτεσαι..

-Δεν θέλω να φύγεις. Μη φύγεις...

-Μα αν φύγω ύστερα θα είσαι ελεύθερη. Σκέψου... ελεύθερη...!

-Δεν θέλω να είμαι ελεύθερη. Θέλω μόνο να είμαι μαζί σου.

-Έι... δεν υπάρχει τίποτα πιο μαγικό από την ελευθερία. Σκέψου... αν είσαι ελεύθερη δεν θα χρειάζεσαι τα φτερά μου για να πετάς. Θα έχεις δικά σου. Τα πιο όμορφα φτερά του κόσμου.

-.Δεν θέλω δικά μου φτερά. Θέλω να με κρατάς και να πετάμε μαζί...

-Κάποτε θα μεγαλώσω. Δεν θα έχω δύναμη να σε παίρνω μαζί μου.

-Τότε θα βρούμε ένα σύννεφο. Το πιο μαλακό σύννεφο του ουρανού και εκεί θα μείνουμε για πάντα. Θα σε φροντίζω όπως και εσύ τώρα. Σε παρακαλώ. Μη φύγεις.

-... (συγνώμη μικρή μου)



-Που βρίσκομαι...;

-Μη φοβάσαι. Ονειρεύεσαι...

-Μα... κοίτα.. Πετάω..!

-Μμμμ... πετάς...

Και έχεις τα πιο όμορφα φτερά του κόσμου..

Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2007

Γεωγραφία

Σύμφωνα με το σημερινό μου όνειρο, αν θέλεις να κάνεις τη διαδρομή Αθήνα-Μπάρι με το πλοίο, περνάς πρώτα από τη Σμύρνη και ύστερα υποβρυχίως κάτω από την Ιαπωνία.

υ.γ. Επίσης αν καταλάβεις ότι κατέβηκες σε λάθος λιμάνι (πχ στη Σμύρνη) και το πλοίο έχει ξεκινήσει να φεύγει, μπορείς απλά να τρέξεις με φόρα, να πηδήξεις και θα προσγειωθείς στην λεγόμενη "κοινή καμπίνα" του πλοίου στην οποία μάλιστα μπορείς και να ψαρεύεις.

Νανούρισμα

-Ήρθες πάλι..!

-Ναι, ήρθα. Για εσένα...

-Θα μπορούσες να μου τραγουδήσεις;

-Να σου τραγουδήσω;

-Μμμμ... Αν δεν σου είναι δύσκολο. Να, για να ονειρευτώ λιγάκι...

-Μα ονειρεύεσαι...

-Μα... Πως..; Νόμιζα... Τι ανόητη... Πως ήταν δυνατόν να πετάω στα αλήθεια;
Δηλαδή... όταν ξυπνήσω όλα θα τελειώσουν;

-Ναι, αλλά... αλλά μην ανησυχείς. Θα κάνουμε κάτι. Να, πάρε αυτό...

-... είναι... είναι... τόσο όμορφο... δεν... δεν μπορώ να το πάρω...

-Είναι για εσένα. Μόνο για εσένα. Φύλαξέ το σαν ό,τι πολυτιμότερο.

-Και εσύ..; Τι θα κάνει χωρίς το φως σου;

-Μα θα έχω εσένα. Θα έρχεσαι στον ουρανό μας έτσι δεν είναι; Το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να κλείνεις τα μάτια σου. Όπου και αν είσαι... Και πριν το καταλάβεις θα βρίσκεσαι εδώ, κοντά μου...

-Δεν... Δεν ξέρω πως να σε ευχαριστήσω...

-Απλά... τραγούδησέ μου...

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2007

Που χάθηκες βρε Μπάμπη;

Τον τελευταίο καιρό έχω αρχίσει και ανησυχώ. Έχει να εμφανιστεί αρκετές μέρες στα όνειρά μου ο Μπάμπης Φόβους. Και ρε γαμώτο θέλω πολύ να τον δω. Αισθάνομαι πως αν του μιλήσω θα μου αποκαλύψει κάτι πολύ σημαντικό.

Είναι ρε παιδί μου κάποιοι άνθρωποι (αν θεωρηθεί ο Μπάμπης άνθρωπος) που νιώθεις από την πρώτη στιγμή που τους γνωρίζεις ότι κάτι σημαντικό θα ζήσεις μαζί τους. Και όσες φορές το έχω νιώσει πράγματι κάτι συμβαίνει.

Το μόνο πρόβλημα με τον Μπάμπη (εκτός του ότι είναι άφαντος) είναι και ότι δεν μιλάει. Εγώ πάλι χάνω τη φωνή μου κάθε φορά που πάω να του πω κάτι. Σχέση καταστροφή κοινώς. (ενώ το ότι τον περνάω 20 χρόνια δεν αποτελεί πρόβλημα)

Τέλος πάντων... Μπάμπη αν με ακούς πλιζ έλα σε κανένα από τα όνειρά μου πάλι. Πρέπει να μιλήσουμε σου λέω.

Το όνειρό μου με δουλεύει

Λοιπόν, σήμερα το πρωί γέλασα πολύ.

Ξύπνησα κλασικά κατά τις 7-8 για να σημειώσω το όνειρό μου στο κινητό παρακαλώ (που είναι πολύ πιο δύσκολο από ότι σε χαρτί). Και βέβαια να ξανακοιμηθώ ύστερα μέχρι τις 9.

Να αναφέρω εδώ πως όταν γράφω τα όνειρά μου δεν έχω πλήρη αίσθηση όσων σημειώνω καθώς είμαι σε ημικοιμισμένη φάση. Όταν λοιπόν σηκώνομαι στις 9 έχω συνήθως ξεχάσει τι είχα δει προηγουμένως. (όταν διαβάσω τι έγραψα ωστόσο μετά θυμάμαι πολλές λεπτομέρειες που δεν είχα σημειώσει)

Σηκώνομαι λοιπόν στις 9, πλένω δόντι (το ένα μόνο – ανάλογα με τη μέρα του μήνα) κάνω και όλα τα άλλα κλασικά εικονογραφημένα (ας μην υπεισέλθω σε λεπτομέρειες – όχι ότι έχω πρόβλημα δηλαδή – πρόβλημα ηθικό εννοώ όχι οργανικό – οκ σταματώ) και εκεί κάπου λέω να κοιτάξω τα αποθηκευμένα μηνύματα στο κινητό για να δω τι μαλακίες έχω γράψει πάλι. Παραθέτω το μήνυμα όπως ακριβώς γράφτηκε στο κινητό (καλά πολύ γέλιο το μπορδούκλωμα των λέξεων, αλλά επαναλαμβάνω κοιμόμουν όταν το έγραφα. Αν δοκιμάσει κανείς να γράψει μήνυμα στον ύπνο του και θα με θυμηθεί). Λοιπόν:

Τονειρο μου με δοτλευει. Ειμαιπ ηλιο και ειναι μαγικα. Το πιζ ομορφο μερος στον κοσμο. Εχω φωτο μηχανη και χασοπμαι. Καθε φορα που παω να βγλω φωτ η θεα αλλαζεθ. Τα νευρυρα μου. Παλι δεν προλαβα..

Μετάφρασις

Το όνειρό μου με δουλεύει. Είμαι Πήλιο και είναι μαγικά. Το πιο όμορφο μέρος στον κόσμο.

(Πράγματι ήταν ένα εκπληκτικό μέρος. Κάτι θεόρατα ψηλά βράχια και από κάτω η φουρτουνιασμένη θάλασσα. Ο άνεμος φυσούσε αλλά δεν κρύωνα. Μόνο δρόσιζε το πρόσωπό μου. Και τα πάντα είχαν ένα μελαγχολικό σκούρο γαλάζιο χρώμα με λευκές πινελιές από τα κύματα. Απέναντι από τα βράχια ήταν ένα χωριουδάκι και μέσα από κάθε σπίτι λαμπίριζαν γαλάζια φωτάκια.)

Έχω φωτογραφική μηχανή και χαίρομαι. Κάθε φορά που πάω να βγάλω φωτογραφία η θέα αλλάζει. Τα νεύρα μου. Πάλι δεν πρόλαβα...

(Όταν αντιλήφθηκα ότι είχα μαζί μου φωτογραφική μηχανή καταχάρηκα - κοιτάξτε προηγούμενο post με τα ψυχολογικά με τις φωτογραφικές μηχανές που ξεχνάω κάθε φορά που ταξιδεύω-. Την βγάζω έξω λοιπόν και... (όχι δεν θα συνεχίσω όπως φαντάζεστε) την ώρα που πάω να φωτογραφίσω το τοπίο, εκείνο μεταμορφώνεται. Κατεβάζω τη φωτογραφική και πάλι βλέπω το τέλειο τοπίο. Πάω πάλι να φωτογραφίσω και τσουπ αλλάζει πάλι η εικόνα.)

Κοινώς το όνειρό μου με έπαιζε κανονικότατα (αυτά είναι τα δράματα της ζωής). Σου λέει «πάρε τη φωτογραφική μηχανή που μας έχεις πρήξει να την ξεχνάς σε όλα σου τα όνειρα και θα σου έρθει η ήττα από εκεί που δεν το περιμένεις». Αίσχος. Ώρες ώρες αισθάνομαι πως αυτός που φτιάχνει τα σενάρια των ονείρων μου είτε είναι πολύ μπροστά είτε είναι απλά σπασαρχίδης.

Υ.γ. μου αρέσει που έχω σκοτώσει το κείμενο που έγραψα στο κινητό, αλλά στο τέλος τα αποσιωπητικά αποσιωπητικά.

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2007

Αστεράκι

-Έι, που βρίσκομαι; Είμαι σε όνειρο...;

-Μμμμμ...

-Τι όμορφα που είναι τα αστέρια!

-Τα έφτιαξα ειδικά για εσένα. Λαμπερά λαμπερά.

-Μπορώ να πάρω ένα μαζί μου; Να με φυλάει τις νύχτες.

-Φοβάμαι πως όχι. Δεν μας αφήνουν να χαρίζουμε ξέρεις...

-Μμμμ... Ίσως αν το δανειζόμουν..; Μόνο για μια νύχτα... Μπορώ; Σε παρακαλώ.. Μόνο για μια νύχτα...

-Και αν μας καταλάβουν;

-Δεν θα το καταλάβει κανείς. Να κοίτα.

-Έι τι κάνεις; Κλαις;

-Μην φοβάσαι. Βλέπεις? Τα δάκρυά μου λάμπουν στο σκοτάδι. Θα τα σκορπίσω στον ουρανό και κανείς δεν θα καταλάβει ότι λείπει το αστέρι μου.

-Ξέρεις...

-Ναι...;

-Ξέρεις... Μπορείς να κρατήσεις το αστέρι. Δεν χρειάζεται να το επιστρέψεις.

-Αλήθεια;

-Ναι. Αλήθεια.

-Έι... κλαις; Μην κλαις... Σε παρακαλώ...

-Δεν κλαίω...

Απλά θα μου λείψετε... αστεράκι μου.

Μια φορά και έναν καιρό γεννήθηκε ένα όνειρο

Ήταν μικρό και στρουμπουλό σαν φραντζολάκι. Όταν το είδε η μαμά του, δάκρυα άρχισαν να κυλάνε από τα μάτια της. Του έδωσε ένα φιλί και ύστερα έγινε βροχή. Η βροχή δρόσισε το προσωπάκι του.

Η βροχή έγινε ρυάκι.

Το ρυάκι παρέσυρε το ονειράκι (το όνειρο-μωράκι δηλαδή, ελπίζω να με καταλαβαίνετε), και στο δρόμο συνάντησε όλα τα μαγικά και υπέροχα του κόσμου. Είδε χρώματα που δεν περιγράφονται (φανταστείτε τα πιο όμορφα ηλιοβασιλέματα που έχετε δει και απλώστε τα όλα μαζί στον ουρανό). Ένιωσε σε όλο του το κορμάκι το χάδι των ανέμων όλου του κόσμου (προσπαθήστε να θυμηθείτε την τελευταία φορά που το αεράκι χάιδεψε το πρόσωπό σας και για λίγο αισθανθήκατε ευτυχισμένοι…).

Και ήταν τόσο ευτυχισμένο το μικρό ονειράκι που αν και τοσοδούλι σκέφτηκε πως θα ήταν υπέροχο να μπορούσαν να ζουν όλοι όπως και εκείνο. Το σκέφτηκε λοιπόν από εδώ, το σκέφτηκε από εκεί και το βρήκε. Θα έκανε ότι έκανε η μαμά του.

Το μόνο που του έμενε πια, ήταν να περιμένει την κατάλληλη στιγμή…

Κάποια μέρα λοιπόν (και όχι νύχτα, γιατί δεν ξέρω αν το ανέφερα αλλά η ζωή του μικρού ονείρου ήταν γεμάτη φως. Όχι φως που τυφλώνει. Φως γλυκό και λαμπερό που έκανε κάθε πλάσμα να χαμογελά και ήταν λες και φώτιζε την καρδιά του). Κάποια μέρα λοιπόν βρέθηκε στο δρόμο του μία παρέα από πιτσιρικάκια -γλυκά σαν φραντζολάκια και εκείνα-.

Ήταν η τέλεια ευκαιρία για το ονειράκι, για να τους χαρίσει λίγη από την ευτυχία του. Τα πλησιάζει λοιπόν, τους χαμογελάει και ύστερα αρχίζει να κλαίει… (θυμάστε τα δάκρυα της μαμάς του; Τέτοια δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια του. Γλυκά.)

Τρέχουν και τα πιτσιρίκια να το αγκαλιάσουν, αλλά μέχρι να το γαληνέψουν είχε αρχίσει να βρέχει. Κοιτάζουν ψηλά στον ουρανό, γελάνε γιατί η βροχή γαργαλούσε το προσωπάκι τους και μέχρι να ξαναγυρίσουν τη ματιά τους στο ονειράκι… εκείνο είχε εξαφανιστεί.

Στη θέση του υπήρχε ένα ρυάκι. Ένα ρυάκι έτοιμο να τα ταξιδέψει στους πιο μαγικούς τόπους που είχαν συναντήσει ποτέ τους.

Έχουν περάσει πολλάαα πολλά χρόνια από τότε. Και όμως ακόμη και τώρα, κάθε φορά που βρέχει, μικρές λιμνούλες σχηματίζονται.

Και πιστέψτε με, ακόμη και η μικρές μικρές λιμνούλες που δημιουργούνται στη χούφτα των χεριών μας, αρκούν για να μας χαρίσουν τα πιο όμορφα όνειρα της ζωής μας.

Όνειρα... γλυκά.

Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2007

Εμετόστ

Όταν ήμουν μικρή είχα μία μαγική ικανότητα. Αν πήγαινε 12 η ώρα και εγώ δεν είχα κοιμηθεί ξερνούσα. Σαν τη σταχτοπούτα ένα πράγμα (αρκεί να αντικαταστήσουμε την άμαξα παύλα κολοκύθα με εμετό – καλή όρεξη).

Φρόντιζα λοιπόν να κοιμάμαι πάντα σχετικά νωρίς και «πριν το ρολόι χτυπήσει 12». Όταν πάλι γυρνούσα από πάρτυ και πριν πάω στο κρεβάτι μου περνούσα μια βόλτα από την τουαλέτα -μαζί με τη «μαμά» πάντα καθώς ήμουν μικρό- και άφηνα ένα κομμάτι από τον εαυτό μου (και περισσότερα καμιά φορά – καλή χώνεψη).

Θυμάμαι κάποια στιγμή η μαμά μου είχε αρχίσει να κουράζεται και όταν την ξυπνούσα πια τα βράδια για να της πω τα καλά νέα («μαμά εμετό») άρχισε τα «πω πω πάλι..?» και τα «όχι πάλι εμετό..!». Και σας διαβεβαιώνω πως παρόλο το μικρό της ηλικίας μου ένιωθα πως έπρεπε επιτέλους να πάρω στα χέρια μου τον έλεγχο των εμετών μου (όχι κυριολεκτικά εννοείται – καλή όρεξη είπαμε?)

Την αφορμή για τη μεγάλη απόφαση έδωσε ένα όνειρό μου. Κοιμόμουν λέει στο κρεβάτι μου ως συνήθως και ξαφνικά μου ήρθε εμετός (τι περίεργο). Τότε σηκώθηκα χωρίς να ξυπνήσω τη μαμά πήγα στο μπάνιο και ξέρασα μόνη μου. Την επόμενη μέρα (εξακολουθώ να ονειρεύομαι) είπα σε όλους ότι είχα κάνει εμετό μόνη μου και όλοι με χειροκροτούσαν και με συνέχαιραν.

Κάπου εκεί ξύπνησα με μία τεράστια λαχτάρα για εμετό. Σκέφτομαι και εγώ «Να η ευκαιρία μου! Το είπε και το όνειρο! Θα πάω στο μπάνιο να ξεράσω χωρίς να ξυπνήσω κανέναν! Και αύριο όλοι θα με θαυμάζουν!».

Και το έκανα. Μόνο με μία μικρή παραλλαγή που ήταν αρκετή για να φρικάρω τη μαμά μου όσο δεν φαντάζεστε. Ξέρασα στο νιπτήρα.

Ακόμη και τώρα δεν ξέρω τι σκεφτόμουν όταν το έκανα.

Εννοείται ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε η σκηνή θριάμβου που είχα δει στο όνειρό μου.

Το μυστήριο με τα όπλα

Τα όπλα στα όνειρά μου είναι πολύ αστεία. Την τελευταία φορά με απειλούσαν με ένα κιτρινορόζ νεροπίστολο και με ένα λαπ τοπ. Μια άλλη φορά ο «κακός» κρατούσε αντί για πιστόλι... έναν καθρέφτη (ο οποίος λεγόταν και «αντιπυρηνικό όπλο» μπάι δε γουέι) και μία άλλη φορά κρατούσε έναν σκληρό δίσκο (ο οποίος όμως ήταν πολύ ντιζαϊνάτος, όχι κανένας τυχαίος δηλαδή).

Ωστόσο ακόμη και με τις μορφές που παίρνουν τα όπλα καταφέρνουν και με τρομάζουν. Και αυτό γιατί στο τέλος πάντα σκοτώνουν και κάποιον. Έχω τρελή περιέργεια να μάθω πως βγαίνουν οι σφαίρες από τον σκληρό δίσκο. Αλλά πάντα λίγο πριν την εκπυρσοκρότηση κλείνω τα μάτια.

Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2007

Πάλι βγήκα έξω γυμνή

Άλλο πακέτο εφιαλτών που δεν υπάρχει. Είμαι λέει έξω με κόσμο και ξαφνικά παίρνω χαμπάρι ότι είμαι τσίτσιδη.

Συνήθως βρίσκομαι στο χώρο του σχολείου (τι παιδικά τραύματα πληρώνω πάλι;) ή στον δρόμο. Η παρακμή των εφιαλτών βέβαια δεν έγκειται στο ότι συνειδητοποιώ ότι είμαι γυμνή και με παίρνουν μάτι όλοι, αλλά στο ότι βλέπουν το σώμα μου και είμαι ελαφρώς μπάζο. (Αν ήμουν μοντέλο δηλαδή δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα, δεν θα ήταν τίποτα φοβερό να κυκλοφορώ γυμνή στους δρομους).

Πλάκα επίσης στους συγκεκριμένους εφιάλτες έχει το γεγονός ότι σχεδόν πάντα ως δια μαγείας εμφανίζεται μία λευκή πετσέτα για να καλύψει τη γύμνια μου. Τραγική λεπτομέρεια... το μέγεθος της πετσέτας 30x50 που κρύβει ίσα ίσα τα "σημεία" και εφόσον έχω πάρει μια άκρως γελοία στάση. Τραγική φιγούρα... ο γκόμενος που γουστάρω (που εννοείται δεν έχω ξαναδεί και απλά ξέρω στο όνειρο ότι τον ποθώ) και που εμφανίζεται και αυτός ως δια μαγείας στο τέλος του ονείρου σαν κερασάκι στην τούρτα της ντροπής.

Καμιά φορά σκέφτομαι ότι μπορεί να φταίει το γεγονός ότι κάποτε είχα πάει στο σχολείο με παντόφλες και άλλη μία φορά με τα σκουπίδια στα χέρια (δυο σακούλες μάλιστα που υποτίθεται ότι έπρεπε να πετάξω έξω από το σπίτι μου ακριβώς). Αλλά σιγά, αφού δεν ντράπηκα.

Τηλεφακόφ

Είναι ο τηλεφακός που ξέχασες να πάρεις μαζί σου στο ταξίδι και έχεις κατααγχωθεί γιατί δεν θα μπορέσεις να βγάλεις καμία φωτογραφία, και δεν θα σου μείνει καμία ανάμνηση και κανείς άλλος από την παρέα δεν έχει φωτογραφική κτλ κτλ

Γνωστό φαινόμενο σε πολλούς εφιάλτες μου. Είμαι στο Παρίσι και έχω ξεχάσει τη φωτογραφική μηχανή. Είμαι στο Κουρακάο και έχω ξεχάσει τον τηλεφακό (που χωρίς αυτόν δεν λειτουργεί η φωτογραφική μηχανή – ό,τι να ‘ναι, δεν το συζητώ). Είμαι στο Μπαγκλαντές και έχω ξεχάσει την κάμερα.

Και όλα αυτά βέβαια συνοδεύονται από τρομερό άγχος, κρίσεις πανικού (στο όνειρο πάντα -γιατί στη ζωή το παίζουμε cool-) και την συνειδητοποίηση (στο όνειρο επαναλαμβάνω) ότι είμαι για τα μπάζα, καθώς δεν έχω βάλει μυαλό από τις τόσες φορές που έχω ξεχάσει τη φωτογραφική μου μηχανή στα προηγούμενα όνειρα.

Υ.Γ. Τον όρο «τηλεφακόφ» τον ξεστόμισα σε όνειρο την ώρα που προσπαθούσα να εξηγήσω στα αγγλικά πως λέγεται εκείνο το ματσούκι που είχα ξεχάσει. Καταστροφή. (και ακόμα μεγαλύτερη καταστροφή το γεγονός ότι μετά γέλούσα κιόλας)

Η πρώτη μου φορά

Την πρώτη φορά που δοκίμασα να σημειώσω όνειρό μου έμεινα εκστατική απέναντι σε αυτό που διάβασα. Το όνειρο ξεκινούσε ως εξής: «Είμαι ένα σκιουράκι στην πλάτη ενός ρινόκερου και έχω ξεχάσει τη φωτογραφική μου μηχανή. Ο ρινόκερος τρέχει και εγώ προσπαθώ να κρατήσω την ισορροπία μου». Εννοείται πως ένιωσα πολύ περήφανη με τον εαυτό μου -ένας κανονικός άνθρωπος απλά θα κατέστρεφε τα αποδεικτικά στοιχεία και δεν θα ξανάκανε παρόμοια απόπειρα-. Εγώ απλά γέλασα πολύ, το έκανα βούκινο (αλήθεια τι είναι το βούκινο;) και συνέχισα την καταγραφή.

Η αλήθεια βέβαια δεν είναι τόσο χαμογελαστή, καθώς ο λόγος που ξεκίνησε όλο αυτό το παιχνίδι ήταν η ξαφνική επίθεση που δεχόμουν καθημερινά από εφιάλτες. Και αν νομίζει κάποιος ότι δεν είναι εφιάλτης να είσαι σκιουράκι και να προσπαθείς να ισορροπήσεις στην πλάτη ενός ρινόκερου που τρέχει σαν τρελός και να έχεις ξεχάσει και τη φωτογραφική σου μηχανή από πάνω... είναι βαθιά νυχτωμένος...

Αφωνία

Την πρώτη μέρα -ή μάλλον νύχτα- που τον συνάντησα δεν γύρισε καν να με κοιτάξει. Προφανώς του φάνηκα μεγάλη. 20 χρόνια μεγαλύτερη δεν είναι και λίγο. Αλλά και εμένα μου φάνηκε παράξενο που φορούσε πάνα. Βλέπετε ήταν σχεδόν 5 χρονών. Μάλλον κατάλαβε το λάθος της περιβολής, γιατί στις επόμενες συναντήσεις μας ήταν ντυμένος κανονικά. Με βρακί.

Δεν ξέρω πως να του πιάσω κουβέντα. Την πρώτη φορά σκέφτηκα να του πω κάτι του στυλ: «Γεια... αλήθεια πως τα καταφέρνεις και διατηρείσαι τόσο κοντός;». Μέχρι να το αποφασίσω όμως... το όνειρο είχε τελειώσει.

Από τότε όσο και αν θέλω να του μιλήσω κάθε φορά που τον συναντώ στα όνειρά μου, χάνεται η φωνή μου. Έτσι έχουμε αναπτύξει μια σχέση που στηρίζεται σε νεύματα, κλεισίματα ματιού, και αθόρυβα παιχνίδια στο πάτωμα. Νομίζω ότι με συμπαθεί.

Και εγένετο Μπάμπης Φόβους!

Ήταν μια απλή καθημερινή βραδιά...

Εγώ ήμουν μια επιβάτης ενός διαστημόπλοιου (το οποίο έμοιαζε με στρογγυλή διώροφη πολυκατοικία-τι πιο κοινό δηλαδή). Και ενώ όλα «πήγαιναν ρολόι» (τι έκφραση και αυτή!) ξαφνικά συνέβη κάτι που θα αναστάτωνε για πάντα τη ζωή μου...

Κάποιοι άγνωστοι με μεταφέρουν εσπευσμένα στο πιλοτήριο. Εκεί μου ανακοινώνουν ότι ο οδηγός του διαστημόπλοιου είχε πεθάνει. «Κατάρα», σκέφτομαι (και πεθαίνω στο γέλιο με την έκφραση). «Και τώρα τι θα κάνουμε;», τους ρωτάω. «Μια μόνο λύση υπάρχει», μου απαντάνε. «Θα πρέπει να απογειώσεις εσύ το αεροσκάφος... αλλιώς μία μία θέση του αεροσκάφους θα αρχίσει να εκρήγνυται και αθώοι επιβάτες θα σκοτώνονται»! «Τρελοί είστε;», φωνάζω, «Μα εγώ δεν ξέρω να οδηγώ διαστημόπλοιο! Εγώ μια απλή επιβάτης είμαι!» και αρχίζω να τρέχω.

Καθώς λοιπόν τρέχω στους διαδρόμους του διαστημόπλοιου βρίσκω κατά τύχη έναν γνωστό μου. Του λέω τρομαγμένη τι έχει συμβεί. Και τότε εκείνος με πιάνει από τους ώμους, με κουνάει και μου λέει: «Πρέπει να τον βρούμε! Πρέπει να τον βρούμε! Αυτός θα μας σώσει!». «Πας καλά;» του λέω, «Ποιος είναι αυτός που πρέπει να βρούμε;». Με κοιτάει έκπληκτος (κοντινό στο πρόσωπο) και μου λέει: «Είναι δυνατόν να μην τον ξέρεις; Είναι... Είναι... Ο Μπάμπης Φόβους!» (η κάμερα απομακρύνεται, το πλήθος έχει μείνει αποσβολωμένο. Πρώτη απ’ όλους... εγώ.)